-
1 венеролог
(мед) о αφροδισιολόγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > венеролог
-
2 венерология
венер||оло́гияж ἡ ἀφροδισιολογία. -
3 венерология
-и θ.αφροδισιολογία.
См. также в других словарях:
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
κυπριδολογία — η αφροδισιολογία … Dictionary of Greek